ἐπιορκῶν

ἐπιορκῶν
ἐπιορκέω
swear falsely
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ἐπϊορκῶν , ἐπιορκέω
swear falsely
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιόρκων — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρκιος — Προσωνυμία πολλών θεών και ιδιαίτερα του Δία, του οποίου άγαλμα υπήρχε στην Ολυμπία. Σε κάθε χέρι του κρατούσε κεραυνό για εκφοβισμό των άδικων και των επίορκων, ενώ μπροστά στα πόδια του υπήρχε χάλκινη πινακίδα, όπου ήταν γραμμένες οι ποινές που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”